υπόψαλμα

υπόψαλμα
το / ὑπόψαλμα, -άλματος, ΝΑ [ὑποψάλλω]
νεοελλ.
εφύμνιο
αρχ.
ανταπόκριση, αντιφώνηση σε τραγούδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • εφύμνιος — α, ο (ΑΜ ἐφύμνιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) επωδός ύμνου, το άσμα που συνοδεύει έναν ύμνο («ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) σύντομος ύμνος που ψάλλεται κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • υποψαλμός — ο, Ν [υποψάλλω] υπόψαλμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”